μαλοπάραυος

μαλοπάραυος
μαλοπάραυος, -ον (Α)
(αιολ. τ. τού μηλοπάρειος*)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μαλοπάραυος
λευκοπάρειος»
2. πάπ. (αιτ. εν.) μαλοπαρούαν και μαλοπαραύαν
(για φοράδα) λευκή και καστανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Ησύχιος έχει συνδέσει τον τ. με το μαλός (I) «λευκός», ωστόσο η αρχαία σημασία τής λ. «μάτια μεγάλα σαν μήλα» τή συνδέει με το μᾶλον, δωρ.τ. τού μήλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαλοπάραυος — white and chestnut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») …   Dictionary of Greek

  • μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”